Του Κώστα Κωνσταντίνου*(φιλόλογος καθηγητής στο Πειραματικό Λύκειο Ηρακλείου, kkekostas@gmail.com)
....Με όλους τούτους μαζί μένει στο τέλος και ο δάσκαλος. Με την κρυφή χαρά του μοναχικού που φωνάζει, κι ας μην ακούγεται. Εκείνου που γνωρίζει ότι τόσα χρόνια «μας σκότωσαν τους αρχηγούς/ κι επιστρέφουμε ακέφαλοι/ μʼ οδηγό (τι να κάναμε;) ένα γραφιά./ Όμως η αλήθεια είναι πως αυτοί οι γραφιάδες/ ξέρουν να βρίσκουν τη θάλασσα» (Κ. Μόντης, Κάθοδος των Μυρίων).
Παρακολουθώ την πολιτική κατάσταση. Και δεν εννοώ μόνο τις ενέργειες των πολιτικών αλλά κυρίως τη σχέση των πολιτών με τα γενικότερα ζητήματα της πατρίδας μας. Γιατί όταν η απογοήτευση από τους πολιτικούς οδηγεί και στην άρνηση της πολιτικής, τότε το πρόβλημα δεν το έχουν οι πολιτικοί - κατά γενική ομολογία σπάνια συνταξιοδοτούνται. Απεναντίας, το φορτώνονται οι πολίτες, μιας και πουθενά δεν έχουν εφευρεθεί μέχρι σήμερα άλλου είδους υπομονετικότερα υποζύγια. Όταν απαξιώνονται οι πολιτικοί και δεν καταξιώνεται η πολιτική τόσο το χειρότερο για τους πολίτες. Συγκρούεσαι με ένα αντικείμενο; Κακό του κεφαλιού σου.
Ποιος τολμά να ισχυριστεί ότι πρέπει να καταργηθεί η Ιατρική επειδή κάποιοι ασυνείδητοι μπορεί να παίρνουν φακελάκι; Ποιος νουνεχής άνθρωπος ζητά την κατάργηση της Παιδείας επειδή μερικοί εκπαιδευτικοί και το Υπουργείο αποδεικνύονται ίσως ανεπαρκείς; Προφάσεις εν αμαρτίαις. Για να δικαιολογούμε ως κοινωνία τα χρονίζοντα προβλήματα.
Ο κόσμος μας αυτός του νόμου της αγοράς, δηλαδή της συμφεροντολογικής διαπλοκής και της φενάκης, του ενθουσιασμού και της παραίτησης, γνωρίζει καλά τη μέθοδο να κατασκευάζει τους πελάτες του. Στήνει τη μεγαλύτερη παγίδα στον εαυτό του και στους συνανθρώπους του όποιος υποκύπτει στην εξωφρενική ιδεολογία του ωχαδερφισμού. Πιάνεται στο καλοστημένο δόκανο της εξουσίας. Ότι είναι δήθεν η πολιτική βρώμικη υπόθεση. Και για τα λαμόγια. Για να έχουν έτσι πεδίο ελεύθερο. Με τους σκεπτόμενους πολίτες έξω από το χορό. Εάν όμως τόσα πράγματα μπορούν να πιστέψουν οι άνθρωποι, όσα οι ίδιοι είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν, εάν η ανικανότητα των άλλων εκλαμβάνεται ως η απόδειξη αυτής τους της ιδεοληψίας, τότε υποκρύπτεται από τη μια ο ηττοπαθής εγωισμός της αδυναμίας του μικρού Μήτσου και από την άλλη η ανακουφιστική λύτρωση που του δωρίζει η προστατευτική θαλπωρή της μάζας.
Διακρίνω επομένως αυτούς που αδιαφορούν πλήρως για τα πολιτικά τεκταινόμενα, αντιμετωπίζοντας την κοινωνία ως μία μηχανιστική κατασκευή που λειτουργεί από του αυτομάτου. Και όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε. Ο καθένας, λένε, δουλεύει για την πάρτη του. Υπάρχουν ακόμα και εκείνοι που ανησυχούν για o,τι γίνεται γύρω τους αλλά μέχρις εδώ μόνο. Αισθάνονται τόσο πιεσμένοι ώστε θεωρούν ματαιοπονία την όποια προσπάθεια για βελτίωση του κόσμου. Αυτά είναι για τους άλλους. Είναι και όσοι ταυτίζονται λίγο ή πολύ με ένα κομματικό φορέα, στο πλαίσιο της αστικής μας δημοκρατίας, εναποθέτοντας εκεί - συχνά με προσπάθεια είναι αλήθεια σκληρή αλλά όμως και με ευλαβική προσμονή - τον κατάλογο των επιθυμιών τους. Ευγενής η πρόθεση αλλά μεσσιανική η νοοτροπία. Στο τέλος και αυτοί, όπως και οι προηγούμενοι, θα αναγκαστούν να παραδεχτούν ότι «δύο πλάσματα του Θεού, το πρόβατον και η μέλισσα, έχουν τον αλτρουισμόν ή την παραφροσύνην τόσον ισχυράν, ώστε εκεί όπου ώρμησεν ο αρχηγός, να ακολουθούν πιστά, έστω και αν βλέπουν τον θάνατον εμπρός των» (Στ. Γρανίτσας, «Τʼ αγριομελίσσι», Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου).
Συναντά κανείς στον τόπο μας και μια άλλη κατηγορία ανθρώπων. Θέλω να πιστεύω πολυπληθή αλλά αθόρυβη. Όσους ασχολούνται με την πολιτική. Όχι κατʼ ανάγκη κοντά στους πολιτικούς. Συζητούν, διαμαρτύρονται ενεργούν λόγω και έργω. Αυτούς που μπορεί να μη συμφωνούν με τον Ροΐδη, όταν ισχυρίζεται ότι κόμμα είναι (έχουμε κάνει κάποια πρόοδο βρε αδερφέ, μετά από τόσα χρόνια...) «ομάς ανθρώπων ειδότων νʼ αναγινώσκωσι και νʼ ανορθογραφώσιν, εχόντων χείρας και πόδας υγιείς αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες, ενούμενοι υπό ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι νʼ αναβιβάσωσιν αυτόν διά παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι» («Πολιτικόν δελτίον», Ασμοδαίος). Καλού κακού όμως έχουν και το νου τους. Είναι οι άνθρωποι που δεν περιμένουν τις μαθητικές καταλήψεις για να ανακαλύψουν ξαφνικά, με όψιμη ανησυχία, ότι κάτι σάπιο υπάρχει στα σχολεία μας.
Που δεν αποδέχονται καθόλου (μα καθόλου) ως φυσιολογικό, αλλά αντιλαμβάνονται ως προσβολή στη λογική και στην ευαισθησία τους, το να μην λειτουργεί, από την πρώτη μέρα κιόλας, το σχολείο με πλήρεις κανονικούς ρυθμούς. Και επιτέλους δεν χάβουν το παραμύθι των τεχνοκρατών της εκπαίδευσης ότι το πρόβλημα λύνεται με συνεχείς πειραματισμούς στο εξεταστικό σύστημα. Ούτε ότι φταίνε τα βιβλία, που ούτως ή άλλως πρέπει να αλλάζουν σε τακτά χρονικά διαστήματα. Με αυτό τον τρόπο πολιτεύεται η πάστα αυτή των ανθρώπων, χωρίς να αφορίζει ως υγιή αντίδραση την απομάκρυνση της νέας γενιάς από την πολιτική. Αντίθετα, κλαίει για το αύριο που εξαργυρώνεται σπάταλα σήμερα.
Με όλους τούτους μαζί μένει στο τέλος και ο δάσκαλος. Με την κρυφή χαρά του μοναχικού που φωνάζει, κι ας μην ακούγεται. Εκείνου που γνωρίζει ότι τόσα χρόνια «μας σκότωσαν τους αρχηγούς/ κι επιστρέφουμε ακέφαλοι/ μʼ οδηγό (τι να κάναμε;) ένα γραφιά./ Όμως η αλήθεια είναι πως αυτοί οι γραφιάδες/ ξέρουν να βρίσκουν τη θάλασσα» (Κ. Μόντης, Κάθοδος των Μυρίων).
*
31 Οκτ 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου